- πολυτρύπητος
- -η, -οαυτός που έχει πολλές τρύπες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυτρύπητος — η, ο / πολυτρύπητος, ον, ΝΜ αυτός που φέρει πολλές οπές, πολύτρητος* («κουμάρι πολυτρύπητο νερό παίρνει και πάει» [αίνιγμα] ο σπόγγος). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρυπητός (< τρυπῶ)] … Dictionary of Greek